- μολοχάς
- μολοχάς, -άδος, ἡ (Α)άλλη ονομασία τού ημιπολύτιμου λίθου σαρδόνυξ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολόχας — μολόχᾱς , μολόχη mallow fem acc pl μολόχᾱς , μολόχη mallow fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόχινος — μολόχινος, ίνη, ον (Α) [μολόχη] 1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα τής μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.) 2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.) … Dictionary of Greek
Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) … Deutsch Wikipedia
Neapoli (Kozani) — Stadtgemeinde Neapoli (1986–2010) Δήμος Νεάπολης (Νεάπολη) … Deutsch Wikipedia
αγριομολόχα — η κοινή ονομασία διαφόρων ειδών μολόχας … Dictionary of Greek
αμοργίς — ἀμοργὶς ( ίδος), η (Α) [Ἀμοργός] 1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό 2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) τής μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.… … Dictionary of Greek
μολοχάνθι — το το άνθος τή μολόχας … Dictionary of Greek
μολοχίτης — μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α) φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα ίτης/ ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ ίτης, σιδηρ ίτις)] … Dictionary of Greek
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek